Λάδι καρύδας: πόσο υγιεινό είναι;
Το λάδι καρύδας έχει μπει δυναμικά στη διατροφή μας τα τελευταία χρόνια, ενώ πρωταγωνιστεί πολύ σε όσους προσπαθούν να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες, να πειραματιστούν, αλλά και σε όσους ακολουθούν vegan διατροφή, αντικαθιστώντας το βούτυρο. Αποτελεί ταυτόχρονα, όμως, και ένα τρόφιμο που έχει εγείρει πολλές διαφωνίες στην επιστημονική κοινότητα κι έχει απασχολήσει διαιτολόγους-διατροφολόγους, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε κορεσμένα λιπαρά, τα οποία ξεπερνούν ακόμη και το βούτυρο. Από τη μία, λοιπόν, θεωρείται απαγορευτικό σε μια διατροφή που ενισχύει την υγεία της καρδιάς, από την άλλη φαίνεται να παρέχει οφέλη σε διάφορες σοβαρές παθήσεις, όπως διαβήτη, καρκίνο, υψηλή αρτηριακή πίεσης, παθήσεις των νεφρών, οστεοπόρωση, παχυσαρκία, πεπτικά προβλήματα κ.ο.κ. Ποια είναι, λοιπόν, η αλήθεια; Η Διαιτολόγος-Διατροφολόγος με έδρα στον Πειραιά, Δέσποινα Μαρσέλου, με εξειδίκευση στα αυτοάνοσα και μετεκπαίδευση στη φυτοφαγία, με βάση τις έρευνες και το πολύ ενδιαφέρον άρθρο στο brendadavisrd.com, αλλά και τις αναφορές των UK Plant-Based Professionals με τους οποίους συνεργάζεται, θα αποπειραθεί να δώσει απαντήσεις.
Τι συμβαίνει με τα κορεσμένα λιπαρά της καρύδας
Καταρχάς, αυτό που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι το σημείο αντιπαράθεσης εν προκειμένω είναι τα κορεσμένα λιπαρά, τα οποία ως γνωστόν ανεβάζουν τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Παρ’ όλο, όμως, που οι περισσότεροι φαντάζονται τα κορεσμένα λιπαρά ως έναν και μοναδικό «ένοχο» που φράσσει τις αρτηρίες μας, στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά είδη. Τα λιπαρά αυτά περιέχουν από 4 έως 28 άνθρακες και αναλόγως το μήκος της αλυσίδας ανθράκων, παρουσιάζουν πολύ διαφορετική επίδραση στα επίπεδα χοληστερίνης του αίματος. Τα κορεσμένα λιπαρά που συναντάμε σε πληθώρα στη διατροφή είναι το λαυρικό οξύ (12 άνθρακες), το μυριστικό οξύ (14 άνθρακες) το παλμιτικό οξύ (16 άνθρακες) και το στεατικό οξύ (18 άνθρακες). Πηγές των κορεσμένων αυτών λιπαρών είναι: καρύδα, λάδι καρύδας, φοινικοπυρηνέλαιο (λαυρικό οξύ), καρύδα, γαλακτοκομικά, λάδι μοσχοκάρυδου, φοινικέλαιο, φοινικοπυρηνέλαιο (μυριστικό οξύ), ζωικά λιπαρά, φοινικέλαιο (παλμιτικό οξύ), μοσχάρι, βούτυρο, βούτυρο κακάο, αρνί, ξύγκι (στεατικό οξύ).
Κάτι σημαντικό, όμως, είναι ότι τα κορεσμένα λιπαρά με 12-16 άνθρακες αυξάνουν τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, ενώ το στεατικό οξύ όχι. Όταν φτάνει στο συκώτι, το στεατικό οξύ μετατρέπεται σε ολεϊκό οξύ (μονοακόρεστο λίπος με 18 άνθρακες), κάτι που εξηγεί γιατί δεν αυξάνει τη χοληστερίνη.
Η χοληστερίνη, όμως, δεν είναι ο μοναδικός δείκτης καρδιαγγειακών παθήσεων και έχουν αναφερθεί αρνητικές επιδράσεις του στεατικού οξέος. Σε μεγάλη μελέτη που έχει πραγματοποιηθεί, το στεατικό οξύ φάνηκε να αυξάνει τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου περισσότερο από το λαυρικό, το μυριστικό ή το παλμιτικό οξύ (1). Όπως φαίνεται, το στεατικό οξύ μπορεί να μειώσει την καλή HDL χοληστερίνη και να αυξήσει την λιποπρωτεΐνη Lp(a), που αποτελεί έναν ακόμη κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, να αυξήσει συγκεκριμένους παράγοντες δημιουργίας θρόμβων και να οδηγήσει σε λιπαιμία μετά το γεύμα, δηλαδή αύξηση λιπιδίων στο αίμα (2,3). Σε ανασκόπηση ερευνών, μάλιστα, οι επικεφαλής σύστησαν να μην γίνεται διαχωρισμός του στεατικού οξέος από τα υπόλοιπα κορεσμένα λιπαρά, όταν δίνονται διατροφικές συμβουλές (2).
Το λάδι καρύδας, λοιπόν, είναι κατά 50% λαυρικό οξύ, 18% μυριστικό οξύ και 8% παλμιτικό οξύ, δηλαδή συνολικά 76% λιπαρά που αυξάνουν τη χοληστερόλη. Η ανάλυση, όμως, δεν σταματά εδώ.
Το κυρίαρχο λίπος, το λαυρικό οξύ, δεν αυξάνει την ολική χοληστερόλη, αλλά την καλή HDL σε μεγαλύτερη κλίμακα από την κακή LDL, βελτιώνοντας την αναλογία της ολικής προς την καλή (4,5,6). Το μυριστικό και το παλμιτικό οξύ από την άλλη, δεν έχουν αυτή τη θετική επίδραση. Μπορεί άραγε το 50% του λαυρικού οξέος στο λάδι καρύδας να ακυρώσει το 26% του μυριστικού και του παλμιτικού; Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζουμε ακόμη.
Υπάρχουν αποδείξεις ότι οι τροφές με λαυρικό οξύ, όπως το λάδι καρύδας, οδηγούν σε πιο ευνοϊκά επίπεδα χοληστερόλης από τα υδρογονοποιημένα φυτικά έλαια που είναι φορτωμένα με τρανς λιπαρά (4), τα οποία αυξάνουν την κακή LDL χοληστερίνη και μειώνουν την καλή HDL. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι ο κίνδυνος στεφαναίας νόσου μειώνεται αποτελεσματικά όταν τα τρανς και κορεσμένα λιπαρά αντικαθίστανται από ακόρεστα λιπαρά οξέα (2). Η επίδραση του λαδιού καρύδας, όμως, παραμένει κάπως αβέβαιη.
Σε πολλά μέρη του κόσμου, η καρύδα και το λάδι καρύδας είναι πρωταγωνιστές στη διατροφή, παρουσιάζοντας στις συγκεκριμένες τοπικές ομάδες χαμηλούς δείκτες χρόνιων παθήσεων, συμπεριλαμβανομένης της στεφανιαίας νόσου (7,8,9). Υπάρχει, όμως, κι εδώ ένα σημείο που χρήζει προσοχής. Τα όποια οφέλη προκύπτουν, παρουσιάζονται μόνο όταν τα προϊόντα καρύδας καταναλώνονται στο πλαίσιο διατροφής με ανεπεξέργαστες φυτικές τροφές, πλούσιες σε φυτικές ίνες. Όταν η διατροφή πλησιάζει στου δυτικού τύπου, με πολύ άσπρο αλεύρι, ζάχαρη και λιπαρά ζωικά προϊόντα, οι δείκτες των ασθενειών αυξάνονται, ακόμη και με την κατανάλωση λαδιού καρύδας. Συνεπώς, για μια ακόμη φορά παίζει ρόλο η συνολικά ισορροπημένη διατροφή κι όχι ένα τρόφιμο μεμονωμένα.
Να σημειώσω εδώ ότι τα περισσότερα λιπαρά οξέα στην καρύδα, ειδικά το λαυρικό οξύ, έχουν σημαντικές αντιμικροβιακές ιδιότητες (10,11,12,13), ενώ το παρθένο λάδι καρύδας περιέχει ποικιλία φυτοχημικών, συμπεριλαμβανομένων των φαινολικών οξέων, που όμως περιορίζονται σημαντικά κατά την επεξεργασία (14,15). Επίσης, σημαντική είναι και η σταθερότητα του λίπους της καρύδας, το οποίο δεν οξειδώνεται εύκολα (16). Οι φυτικές τροφές που καλλιεργούνται κοντά στον ισημερινό έχουν υψηλότερη ποσότητα κορεσμένων λιπαρών οξέων προκειμένου να προστατευτούν από την οξείδωση που συμβαίνει σε υψηλές θερμοκρασίες. Σε πιο ψυχρό κλίμα, από την άλλη, παρατηρείται υψηλότερη ποσότητα ακόρεστων λιπαρών όπως ωμέγα-3 και πάλι απαραίτητη σε αυτές τις συνθήκες για την επιβίωσή τους.
Σε μια vegan διατροφή που παρατηρούνται μεγάλες ποσότητες των ωφέλιμων μονοακόρεστων και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων που είναι πιο επιρρεπή στην οξείδωση, τα κορεσμένα λιπαρά της καρύδας μπορεί να έχουν ωφέλιμη δράση, καθώς έχουν χαμηλό δείκτη οξείδωσης. Θέλουμε, λοιπόν, να κρατάμε χαμηλά την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, αλλά δεν θέλουμε να την εξαφανίσουμε τελείως από τη διατροφή μας.
Οι UK Plant-based Professionals, πάντως, αναφέρθηκαν πρόσφατα στο θέμα με το λάδι καρύδας, τονίζοντας την αύξηση της LDL χοληστερόλης με την κατανάλωσή του, οι επιδράσεις της οποίας ήταν χειρότερες από το φοινικέλαιο. Αναφέρουν, επίσης, ότι το λαυρικό οξύ για το οποίο μιλήσαμε νωρίτερα, αν και κατατάσσεται ως λιπαρό οξύ μέσης αλύσου, δρα περισσότερο σαν μακράς αλύσου και ανεβάζει την LDL. Οι ίδιοι συστήνουν να χρησιμοποιούμε καλύτερα λάδια με υψηλή περιεκτικότητα σε ακόρεστα λιπαρά, όπως ελαιόλαδο ή λάδι κανόλα και να αποφεύγουμε τα επεξεργασμένα.
Εν κατακλείδι, το λάδι καρύδας απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι η τροφή-θαύμα που θεωρούνταν τα προηγούμενα χρόνια και πρέπει να επαναπροσδιοριστεί το πλαίσιο στο οποίο το καταναλώνουμε. Σίγουρα περιέχει φυτικές ίνες, βιταμίνη Ε και φυτοχημικά, ενώ έχει και αντιμικροβιακές ιδιότητες, από την άλλη μας παρέχει πολλές θερμίδες και κορεσμένα λιπαρά, που πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με μέτρο, στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης διατροφής με βάση τις φυτικές τροφές. Δώστε προσοχή και στις τροφές που το περιέχουν στα συστατικά τους, κοιτώντας πάντα τις ετικέτες.
Πηγές
1. Hu FB, Stampfer MJ, Manson JE, et al. Dietary saturated fats and their food sources in relation to the risk of coronary heart disease in women. Am J Clin Nutr. 1999;70:1001–8.
2. Hu FB, Manson JE, WillettWC. Types of dietary fat and risk of coronary heart disease: a critical review. J Am Coll Nutr. 2001;20:5–19.
3. Connor WE. Harbingers of coronary heart disease: dietary saturated fatty acids and cholesterol. Is chocolate benign because of its stearic acid content? Am J Clin Nutr. 1999;70:951-2.
4. de Roos NM, Schouten EG, Katan MB. Consumption of a solid fat rich in lauric acid results in a more favorable serum lipid profile in healthy men and women than consumption of a solid fat rich in trans-fatty acids. J Nutr. 2001;131:242-5.
5. Mensink RP, Zock PL, Kester AD, Katan MB. Effects of dietary fatty acids and carbohydrates on the ratio of serum total to HDL cholesterol and on serum lipids and apolipoproteins: a meta-analysis of 60 controlled trials. Am J Clin Nutr. 2003;77:1146-55.
6. Ng TK, Hassan K, Lim JB, Lye MS, Ishak R. Nonhypercholesterolemic effects of a palm-oil diet in Malaysian volunteers. Am J Clin Nutr. 1991;53(4 Suppl):1015S-1020S.7. Prior IA, Davidson F, Salmond CE, Czochanska Z. Cholesterol, coconuts, and diet on Polynesian atolls: a natural experiment: the Pukapuka and Tokelau island studies. Am J Clin Nutr. 1981;34:1552-61.
7. Lipoeto NI, Mmedsci, Agus Z, Oenzil F, Masrul M, Wattanapenpaiboon N. Contemporary Minangkabau food culture in West Sumatra, Indonesia. Asia Pac J Clin Nutr. 2001;10:10-6.
8. Lipoeto NI, Agus Z, Oenzil F, Wahlqvist M, Wattanapenpaiboon N. Dietary intake and the risk of coronary heart disease among the coconut-consuming Minangkabau in West Sumatra, Indonesia. Asia Pac J Clin Nutr. 2004;13:377-84.
9. Ogbolu DO, Oni AA, Daini OA, Oloko AP. In vitro antimicrobial properties of coconut oil on Candida species in Ibadan, Nigeria. J Med Food. 2007;10:384-7.
10. Erguiza GS, Jiao AG, Reley M, Ragaza S. The effect of virgin coconut oil supplementation for community-acquired pneumonia in children aged 3 to 60 months admitted at the Philippine Children’s Medical Center: a single blinded randomized controlled trial. Chest. 2008;134:139001
11. Hierholzer JC, Kabara JJ. In vitro effects of monolaurin compounds on enveloped RNA and DNA viruses. J Food Safety. 1982;4:1-12
12. Carpo BG, Verallo-Rowell VM, Kabara J. Novel antibacterial activity of monolaurin compared with conventional antibiotics against organisms from skin infections: an in vitro study. J Drugs Dermatol. 2007;6:991-8.
13. Nevin KG, Rajamohan T. Beneficial effects of virgin coconut oil on lipid parameters and in vitro LDL oxidation. Clin Biochem. 2004;37:830-5.15.
14. Marina AM, Man YB, Nazimah SA, Amin I. Antioxidant capacity and phenolic acids of virgin coconut oil. Int J Food Sci Nutr. 2008; Dec 29:1-10.
15. Chow, CK. Fatty acids in foods and their health implications. 3rd ed. Boca Raton, FL: CRC Press, 2007
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.