Μελάσα: μπορεί να βοηθήσει στον διαβήτη;
Η γλυκιά γεύση είναι σίγουρα κάτι που δεν μπορεί κανείς να αποχωριστεί εύκολα όταν έχει διαβήτη. Ενδεχομένως, όμως, και να μην χρειάζεται αν κάνει έξυπνες και μετρημένες επιλογές. Μια από αυτές μπορεί να είναι και η μελάσα, ένα από τα πιο ποιοτικά φυσικά γλυκαντικά που μπορεί να προσθέσει κανείς στη διατροφή του, ούτως ώστε να μην στερηθεί τη γλυκύτητα από τις γεύσεις του.
Η μελάσα είναι γνωστή ως 100% φυσικό προϊόν, αλλά και για την υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο, αυξάνοντας τη φερριτίνη, τον σίδηρο και τον αιματοκρίτη, χωρίς να προκαλέσει προβλήματα στο συκώτι. Ταυτόχρονα περιέχει χαλκό που βοηθά στην απορρόφηση σιδήρου, μας παρέχει βιταμίνες του συμπλέγματος Β που βοηθούν στην υγεία του νευρικού συστήματος και κάνει καλό στις αρθρώσεις χάρη στην ελαστίνη και την αντιφλεγμονώδη δράση της.
Ποια η σχέση της, όμως, με τον διαβήτη; Μπορούν οι διαβητικοί να την καταναλώνουν με ασφάλεια;
Η μελάσα έχει μέτριο γλυκαιμικό δείκτη (50), χαμηλότερο από το μέλι και τη ζάχαρη, και περιέχει φυσικά σάκχαρα, τα οποία αφομοιώνονται πλήρως από τον οργανισμό χωρίς να μετατραπούν σε λίπος. Αυτό σημαίνει ότι είναι μια καλή επιλογή που μπορεί να γίνει από άτομα με προδιαβήτη ή διαβήτη, πάντα με την καθοδήγηση διαιτολόγου-διατροφολόγου, καθώς έχει λιγότερες θερμίδες από την ζάχαρη και μεταβολίζεται με πιο αργό ρυθμό, οδηγώντας σε πιο σταθερά επίπεδα σακχάρου στο αίμα και υποστηρίζοντας την δράση των ενζύμων που σχετίζονται με τον μεταβολισμό της γλυκόζης σε ενέργεια.
Οι πολυφαινόλες της μελάσας, οι οποίες της χαρίζουν και την αντιοξειδωτική της δράση, παρουσιάζουν σύμφωνα με έρευνες ωφέλιμη δράση τόσο στην αντίσταση στην ινσουλίνη, όσο και στον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2. Η πρόσληψη συγκεκριμένων πολυφαινολών, μάλιστα, φαίνεται ότι έχει οφέλη στη βελτίωση της αντίστασης της ινσουλίνης, τη χρόνια φλεγμονή, το οξειδωτικό στρες και άλλους καρδιομεταβολικούς παράγοντες. Από αυξανόμενο όγκο ερευνών in vitro και σε ζώα προκύπτει, επίσης, ότι οι πολυφαινόλες μπορούν να επηρεάσουν την έκφραση των γονιδίων και να ρυθμίσουν διαφορετικές διόδους σηματοδότησης στους μυς, το συκώτι, τα παγκρεατικά β-κύτταρα, τον υποθάλαμο, τον λιπώδη ιστό και ως εκ τούτου να συμβάλλουν στην ομοιόσταση της γλυκόζης, δηλαδή της ισορροπίας ινσουλίνης-γλυκαγόνης, των δύο ορμονών που είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση της γλυκόζης του αίματος.
Σε άλλη έρευνα, χρησιμοποιήθηκε ένα φιλτραρισμένο συμπύκνωμα μελάσας (FMC) από ζαχαροκάλαμο και χρησιμοποιήθηκε ως λειτουργικό συστατικό σε διάφορες τροφές με υδατάνθρακες με σκοπό τη μείωση της γλυκαιμικής αντίδρασης, χωρίς να αντικαταστήσει άλλα συστατικά του τροφίμου. Βρέθηκε, λοιπόν, ότι η αντίδραση της γλυκόζης μετά το γεύμα στους συμμετέχοντες που κατανάλωσαν αυτά τα τρόφιμα μειώθηκε 5-20%. Η μείωση της γλυκόζης στα τρόφιμα υπό δοκιμή εξαρτιόταν από την δόση με άμεσο συσχετισμό με την αναλογία FMC που προστέθηκε στα προϊόντα. Η αντίδραση της ινσουλίνης στις τροφές αυτές μειώθηκε επίσης με την προσθήκη FMC σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου που δεν έλαβαν τις τροφές αυτές. Το συμπύκνωμα δημιουργήθηκε με πατενταρισμένη διαδικασία και περιέχει πολλά στοιχεία που προκύπτουν με φυσικό τρόπο. Κάποια από αυτά φαίνεται να επηρεάζουν τον μεταβολισμό των υδατανθράκων και περιλαμβάνουν φαινολικές ενώσεις, μέταλλα και οργανικά οξέα. Το FMC, λοιπόν, δείχνει μια δυναμική ως φυσικό λειτουργικό συστατικό, ικανό να μεταβάλλει τον μεταβολισμό υδατανθράκων και να συμβάλλει στη μείωση του γλυκαιμικού δείκτη επεξεργασμένων τροφών και ποτών.
Από έρευνες και από την εμπειρία, βλέπουμε ότι η μελάσα, πάντα με την καθοδήγηση ειδικού διαιτολόγου-διατροφολόγου όσον αφορά την ποσότητα, μπορεί να αποτελέσει υγιεινή αντικατάσταση στη διατροφή όσων πάσχουν από υψηλό σάκχαρο και διαβήτη, στη θέση της ζάχαρης, της ασπαρτάμης και της στέβιας, που περιέχει κυκλαμικό νάτριο (Ε952), μια τεχνητή γλυκαντική ουσία που σε υψηλές ποσότητες μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες του ήπατος και καρκίνο της ουροδόχου κύστης.
Σημειώστε, λοιπόν, μελάσα στην επόμενη λίστα με τα ψώνια σας και επωφεληθείτε!
Πηγές
https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/9433148/
https://www.hindawi.com/journals/omcl/2017/6723931/
https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/25373842/